20080121

Βιολετα

...ξεκινουσα απο μεσα μου. Σημασια ειχε να με πιστεψω εγω. Να βρεθω εκει οπου ηθελα. Να ακουσω εκεινο που ηθελα να ακουσω. Να ζησω μια γευση απο οσα μου στερουσε η αγνοια και η ηλικια μου. Και τοτε ομως... δεν μιλουσα ευκολα για τα ψεματα μου. Δεν τα ελεγα ευκολα. Ειχα κανα δυο αληθειες, σχεδον απιστευτες και ξεφουρνιζα εκεινες. Ηθελα να δυσπιστουν γυρω μου. Και τα ψεματα μου δεν ηταν μυθικα. Τα χρησιμοποιουσα περισσοτερο σαν διαδρομο γυμναστικης, για να νιωθω πως πηγαινω καπου, να νιωθω την σωματικη κουραση της διαδρομης αποφευγοντας την ιδια τη διαδρομη. Μα σαν αρχισαν γυρω μου να μαζευονται ψευτες...τι ναυτια! Δεν υπαρχει τιποτα πιο ενοχλητικο απο εναν ανθρωπο που προσπαθει να σε πεισει. Το οχημα στο οποιο κινειται μια αρνηση, μια καθολου ενδιαφερουσα ιστορια, πρεπει να ειναι αληθινο. Πραγματικο. Παρολα αυτα, ακουγα με ενδιαφερον μεσα στην ανακατωσουρα, τα ψεματα των αλλων. Οχι τοσο τα ιδια τα ψεματα, οσο τις μικρες λεξεις. Εκεινες τις μικρες λεξεις που απο μονες τους χωνονταν αναμεσα στις επιλεγμενες και με εκαναν να χαμογελω. Εμοιαζαν οι ψευτες με ογκωδη τερατα που προσπαθουσαν να σπρωξουν ενα σπιρτοκουτο και δεν τα καταφερναν. Κι αλλες φορες, με μυρμηγκια που τραβουσαν με ολη τους τη δυναμη, ενα τεραστιο φορτηγο χωρις φορτιο. Και στις δυο περιπτωσεις, το ψεμα δεν ηταν πολυ πιο κοσμικο απο ενα ενδιαφερον, ισως, κουτσομπολιο, εναν αστικο μυθο, αμπαλαρισμενα ολα, με τον φιογκο "μιας ξαδερφης", "ενος γνωστου", "μα ημουν μπροστα"... Κι εγω, παρατηρητης γεματος απο την αλαζονια της κατανοησης, της ωριμοτητας και των πεντεξι βιβλιων που ειχα διαβασει, νομιζα πως ειχα διαχωρισει τους ψευτες, σε ψευτες και υποκριτες. Με τους ψευτες δεν μπορουσα να επικοινωνησω. Φοβομουν πως θα εκανα μια ερωτηση που θα τους εφερνε σε δυσκολη θεση [ "τι κανει εκεινος ο φιλος σου;" ή "πώς περασες στην Γερμανια;" ή "μα θα μας φερεις ποτε εκεινο το οπλο του πατερα σου;" ] αν δε θυμοντουσαν καν τι ειχαν πει, αν αναγκαζονταν να πουν κι αλλα, βαρετα, πειστικα ψεματα. Με τους υποκριτες απο την αλλη, τα πηγαινα μια χαρα. Επειδη δεν προσπαθουσαν να πεισουν. Μου φαινονταν πιο θεατρικοι. Περνουσα υπεροχα μαζι τους οταν το επαιζαν φιλοι, γιατι τη στιγμη που το επαιζαν, ηταν. Μετα... ενας θεος ηξερε τι ελεγαν για 'μενα! Αλλα απο εμας εξαρταται, παντα, τι θα πουν οι αλλοι. Κι εγω εδινα τροφη στους υποκριτες. Γινομουν ο καλυτερος φιλος τους και τους χρησιμοποιουσα, αλλοτε για να ικανοποιησω τη μανια μου, την κτηνωδη ορεξη μου για παρατηρηση κι αλλοτε επειδη ειχαν μηχανακι. [ Και επειδη οι υποκριτες δεν πιστευαν τιποτα απο οσα τους ελεγα, μπορουσα να ειμαι απολυτως ειλικρινης.]

Ενα κοριτσι μονο με σαγηνεψε, μια φορα. Με εκανε να ασχοληθω. Γιατι δεν ανήκε ουτε στους μεν ουτε στους δε. Ειχε κολλησει. Ειχε κανει τον διαδρομο γυμναστικης, μοναδικη οδο. Ειχε βιδωσει τα ποδια και το κεφαλι της στο αορατο οχημα. Φοβηθηκα. Την πηρα σε μια γωνια και την αγκαλιασα. Εκλαιγε με λυγμους για κατι που δεν ειχε συμβει. Δεν εκλαιγε επειδη κανεις δεν την ειχε πιστεψει. Κι εγω ηξερα πως επρεπε να την πιστεψω γιατι καπου στα μισα, μεσα της, ειχε πεισει τον εαυτο της. Ειχε κολλησει. Ειχε κολλησει. Και την παρακαλεσα:
"Ειναι κριμα να κλαις για κατι που τοσο υπεροχα θα σε κανει να κλαψεις σε λιγα χρονια, σε λιγα λεπτα ή και ποτέ. Ζουμε εντονα μοναχα αυτα που δε λεγονται και καθολου οσα ανακοινωνονται." Και το κοριτσι σταματησε να λεει ψεματα. Σε εμενα. Σταματησε να μου μιλαει. Ενιωσα τοσο ψευτης... Σταματησαν να με ενδιαφερουν, ολων των ειδων οι ψευτες.

Ισως τοτε να πηρα, ακουσια, την αποφαση να μην πω ξανα ψεματα. Να διασταυρωνω μεσα μου, πολλες φορες, καθε αληθεια μου, πριν την ξεστομισω. Να λεω
"δεν ξερω" οταν δεν ξερω. Να επαληθευω τον εαυτο μου πριν θυμωσω, πριν παρακαλεσω, πριν απολογηθω, πριν απαιτησω. Συχνα τα καταφερνω. Μα ερχομαι πιο συχνα στη δυσκολη θεση, σε εκεινη τη θεση που καθεται μονη της η αληθεια, απεναντι σε τοσες αλλες καρεκλες. Καποιες εχουν πανω τους σακακια - ειναι κρατημενες, ομως αδειες ολες. Και καθομαι σαν μεσα σε ονειρο -η καρεκλα μου καρφωμενη στο πατωμα κι εγω νιωθω τον ιλιγγο του τελεφερικ. Η καρεκλα κολλημενη στο πατωμα αντιμετωπη με τις πιασμενες θεσεις κι εγω περιμενω να αρχισει η παρασταση διχως να εχω ιδεα πού θα πεσει το φως οταν θα ερθει εκεινη η στιγμη. Σ'εμενα... ή στα σακακια. Τοτε ξυπναει το ψεμα παλι. Οι πλατες γινονται ανθρωπινες πλατες, τα πανωφορια στηριζονται σε αληθινους ωμους, φορουν παπουτσια τα ξυλινα ποδια - βηχουμε ολοι και χειροκροτουμε. Αναβει ο προβολεας και δεν βλεπω πια τιποτα.

<<Ειχαμε εναν σκυλο, καποτε... Τον Μπογκι. Τον ονομασαμε ετσι επειδη επεμενα εγω πως με μια καπαρντινα θα ηταν ιδιος ο Μπογκαρτ...>>

Labels:

1 Comments:

Anonymous Anonymous said...

Sovara milwntas mou irthe sto nou o Proomitheas ki osa ton aforoun.
Er...

21/01/2008, 19:09  

Post a Comment

Subscribe to Post Comments [Atom]

<< Home