20080724

συσπασεις

Εχω παρει ηρεμιστικα. Και πειναω για πρωτη φορα μετα απο 4 μερες. Μου εχουν μεινει κατι ψιλα. Δεν ξερω τι ωρα ειναι. Μαλλον μεσημερι. Βγαινω εξω. σιγουρα μεσημερι ειναι. Η μπλουζα μου δε βρωμουσε τοσο μεσα στο σπιτι. Εγω δεν βρωμουσα τοσο μεσα στο σπιτι. Κανω γρηγορα. Η ταβερνα ειναι κλειστη. Ισως να ειναι πρωι ακομη. Φτανω στο μαγαζακι. Δουλευει ενας καινουριος. Ντρεπομαι. Κοιτω στα ραφια. Τιποτα δεν μου αρεσει. Δεν πειναω πια. Τσιγαρα δεν χρειαζομαι, ποτο δεν χρειαζομαι, εχω απο αυτα. Τον κοιταω.
"Η ελενη;" τον ρωταω.
"Ρεπο" μου λεει και χαμογελαει. Τα δοντια του ειναι θεοστραβα. Ομως ολολευκα. Ειναι τα πιο υπεροχα στραβα δοντια. Το στομα του ειναι δωδεκα χρονων.
"Ηρθα να της δωσω κατι ψιλα που της χρωσταω." Βγαζει το χαρτονι με τη λιστα.
"Εισαι ο Ιακωβος;" Γνεφω καταφατικα μαλλον. "3,20 χρωστας μονο, νταβιντοφ καπνιζεις ε;" Στραβα δοντια. Του δινω το πενταευρω. Δεν ηταν σκισμενο οταν το επιασα στο σπιτι.
"Εσυ ποιος εισαι;" κρατιεμαι απο τον παγκο.
"Εισαι καλα; Δε φαινεσαι καλα. Θες κατι απο διπλα;" μικροσκοπικα μαυρα ματια. Κοριτσιστικα ματια. Η Τζενη ειχε τετοια.
"Ειναι σκισμενο παω να σου φερω αλλο." παραπαταω.
"Πού εισαι; Να σε παω; Εχω τη μηχανη."
"Απεναντι σχεδον." Βγαινω εξω. Κλεινει πισω του την πορτα και κλειδωνει.
"Εχεις κανα ντεπον στο σπιτι, να παρεις κατι, ανοιχτος ειναι" μου δειχνει το φαρμακειο.
"Ειμαι παρα πολυ κουρασμενος" το χερι μου γυρω απ' τον λαιμο του. Δεν ειναι ψηλος. Ειναι σιγουρα ψηλοτερος μου. Μπορει και οχι. Του δινω το κλειδι κι ανοιγει.

"Σε ποιον οροφο εισαι;" στραβα δοντια. Μικροσκοπικοι κυνοδοντες.
"Εδω" του λεω "Ευχαριστω" του λεω και πιανω το κλειδι απο το χερι του.
"Ο,τι χρειαστεις, απεναντι θα 'μαι. Μεχρι τις εξι" φευγει κι ανεβαινω τα 5 σκαλια. Τα ανεβαινω σαν να ειναι 5. Ειναι περισσοτερα νομιζω. Ανεβαινω τα σκαλια και φευγει. Βλεπει την πορτα μου πρωτα. Βλεπει οτι ξεκλειδωνω με σχετικη ευκολια, στραβα δοντια πισω απο τον στραβο πολυελαιο που καθρεφτιζεται στο τζαμι της εισοδου. Τον ειχα σπασει αυτον, τον εφτιαξαν; Κλεινω την πορτα πισω μου. Καθομαι στο πατωμα πισω απο την πορτα. Τα τρια εικοσι δεν του εδωσα. Ξαπλωνω διπλα στα κλειδια διπλα στο σκισμενο χαρτονομισμα διπλα στην ανοιχτη βαλιτσα που ειναι εδω απο το πασχα; Τα χριστουγεννα; Καλοκαιριασε... Βλεπω στον υπνο μου την Τζενη. Μικροσκοπικα ματια. Μαυρα. Αγοριστικα. Εχει ενα φιδι γυρω απ' τον λαιμο της.

Labels:

3 Comments:

Anonymous Anonymous said...

Καίγεται και η Ρόδος... Γάμησέ τα...

24/07/2008, 20:29  
Blogger Γαβριηλ / Gabriel said...

ελπιζω να ειναι μυθοπλασια ολο αυτο το σκηνικο
παντως καλογραμμενο

25/07/2008, 02:09  
Blogger ιακωβος said...

>>>νο νεημ νο ανσερ

>>>γαβριηλ γιατι μωρε? βαστα για εκει που καιγομαστε τις ελπιδες

25/07/2008, 02:51  

Post a Comment

Subscribe to Post Comments [Atom]

<< Home